μουκαλίτης

μουκαλίτης
ο обл
1) шут, паяц; 2) сквернослов

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μουκαλίτης" в других словарях:

  • μουκαλίτης — ο μίμος, γελωτοποιός, βωμολόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mukallit. Κατ άλλους πρόκειται για αραβ. λ.] …   Dictionary of Greek

  • μουκατλίκι — και μουκαλιτλίκι, το η ιδιότητα και η συνήθεια τού μουκαλίτη, βωμολοχία. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για αραβ. λ. (βλ. λ. μουκαλίτης)] …   Dictionary of Greek

  • mucalit — MUCALÍT, Ă, mucaliţi, te, adj. (Despre oameni; adesea substantivat) Care ştie să stârnească râsul, păstrând un aer serios; poznaş. – Din tc. mukallit. Trimis de RACAI, 20.11.2007. Sursa: DEX 98  MUCALÍT adj. v. glumeţ, hazliu, poznaş, vesel.… …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»